- ἱπποκομῶν
- ἱπποκομέωgroom horsespres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἱπποκόμων — ἱππόκομος groom masc/fem/neut gen pl ἱπποκόμος groom masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοστράτωρ — Αυλικό βυζαντινό αξίωμα που δινόταν σε πρόσωπα της απόλυτης εμπιστοσύνης του αυτοκράτορα. Ο π. ήταν αρχηγός των στρατόρων, δηλαδή των ιπποκόμων. Π. υπήρχαν και στις βασιλικές αυλές της δυτικής Ευρώπης. * * * ορος, ὁ, ΜΑ, και πρωτοστάτωρ Μ… … Dictionary of Greek
Έπονα — Θεά των Κελτών. Το όνομά της προέρχεται από την κελτική λέξη έπος που σημαίνει άλογο. Η γαλατορωμαϊκή εικονογραφία την αναπαριστά ντυμένη με μακρύ χιτώνα πάνω σε ένα άλογο που βαδίζει (ποτέ δεν τρέχει ούτε καλπάζει). Κατά τους αυτοκρατορικούς… … Dictionary of Greek
Καραβάτζιο, Μικελάντζελο Μερίζι — (Michelangelo Merisi Caravaggio, Μιλάνο 1571 – Πόρτο Έρκολε, Γκροσέτο; 1610). Ιταλός ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ανανεωτές της ιταλικής ζωγραφικής. Ήταν γιος του Φέρμο Μερίζι, οικονόμου του μαρκησίου του Καραβάτζιο (περιοχή απ’… … Dictionary of Greek